- παρεγγράφω
- ΝΜΑ [εγγράφω]νεοελλ.φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο»μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών τού τριγώνου(μσν.-αρχ.)1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς διαθήκαις», Λουκιαν.)2. παραποιώ, παραχαράσσω («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», Ιω. Χρυσ.)αρχ.1. γράφω δίπλα, επισυνάπτω («παρεγγράφειν τὸ αυτοῡ ὄνομα», Πλάτ.)2. ραδιουργώ («παραγραφέντωνῥαδιουργηθέντων», Ησύχ.)3. φρ. «παρεγγραφεὶς πολίτης» ή «παραγεγραμμένος πολίτης» — πολίτης που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.
Dictionary of Greek. 2013.